- ἐγκεράσᾶσα
- ἐγκεράσᾶσα: see ἐγκίρνημι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐγκεράσασα — ἐγκεράσᾱσα , ἐγκεράννυμι mix aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)